Τετάρτη 28 Μαΐου 2008



Γλώσσα και Απουσία


Η γλώσσα προϋποθέτει την απουσία των αναφορών, τις οποίες επιχειρεί. Η λέξη υποκαθιστά το πράγμα, «λέει» και «δείχνει» ταυτόχρονα, είναι σύμβολο του απόντος αντικειμένου. Η λέξη «βιβλίο», για παράδειγμα, φέρνει στον νου το πράγμα, μιλάει γι’ αυτό, χωρίς να χρειάζεται αυτό να είναι παρόν. Το γλωσσικό σημαίνον καλείται, στα πλαίσια της απουσίας, να δημιουργήσει το νόημα, την παρουσία, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή δεν υπάρχει εκ των προτέρων, αφού ένα ολόκληρο σύστημα, η γλώσσα, προσπαθεί να τη δημιουργήσει. Η γοητεία σε αυτή τη δημιουργία είναι η απουσία: αυτή βρίσκεται στην αρχή της γλώσσας. Η δυναμική της απουσίας εξηγείται γλωσσολογικά και ψυχαναλυτικά.

Γλωσσολογικά σκεπτόμενοι, η απουσία είναι αυτή που προκαλεί την εκκίνηση της σημασίας στη γλώσσα, αφού η ζεύξη όλων των λέξεων μεταξύ τους, υποδηλώνει, τουλάχιστο, την προσπάθεια να πραγματωθεί, με τη μορφή παρουσίας, το νόημα, να αναιρεθεί η απουσία. Στο ίδιο το εσωτερικό του γλωσσικού σημείου πάλι, κάθε λέξη είναι διαιρεμένη σε σημαίνον και σημαινόμενο, σε ήχο δηλαδή και σημασία, πράγμα που σημαίνει ότι η λέξη είναι διαιρεμένη από τις αναφορές της στον κόσμο. Η λέξη «βιβλίο» είναι διαιρεμένη στον ήχο «βιβλίο» (σημαίνον), που αντιστοιχεί στη σημασία, το αντικείμενο δηλαδή που είναι το βιβλίο (σημαινόμενο). Υποσυνείδητα, οι άνθρωποι όταν μιλούν τα λογίζουν αυτά ως ένα, λογίζουν την κάθε λέξη ως πλήρη και αδιαίρετη. Δεν είναι όμως. Αυτή τη σχάση σημαίνοντος-σημαινομένου προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε με τη χρήση της γλώσσας, η οποία γλώσσα γεννάται στη νηπιακή ηλικία.

Το πρωταρχικό αντικείμενο των αναφορών του παιδιού είναι η μητέρα. Για τους ψυχαναλυτές, είναι και το πρώτο ερωτικό αντικείμενο. Όταν το παιδί αρχίζει να μιλάει, οι πρώτες του λέξεις είναι αυτά που του λείπουν: η μαμά, φαγητό, νερό, ύπνος, ζέστη, αγκαλιά. Η έλλειψη όλων αυτών είναι η μήτρα που γεννά, προκαλεί θα λέγαμε, τη γλώσσα. Πολύ πριν λοιπόν η γλώσσα νοηθεί ως συμβατικό σύστημα επικοινωνίας εντός μίας κοινωνικής ομάδας, η γλώσσα είναι το σημάδι της συνειδητοποίησης των πρώτων αποχωρισμών που το παιδί θα βιώσει: θα φωνάξει τη λέξη «μαμά» όταν αυτή δεν είναι εκεί.

Συμπερασματικά, το παιδί βιώνει μία έλλειψη (απουσία) και την αναπαράγει χρησιμοποιώντας ένα σύστημα ριζικά ελλειπτικό, τη γλώσσα, που είναι από μόνη της διαιρεμένη και αυτή σε σημαίνοντα και σημαινόμενα, σε ήχους και σημασίες. Η γλώσσα βιώνει στον εαυτό της τη διαίρεση του νοήματος, άρα την απουσία του πλήρους νοήματος. Οι χρήστες της γλώσσας βιώνουν στον εαυτό τους τον αποχωρισμό από τα αντικείμενα των αναφορών τους, ακόμη και αν δεν συναισθάνονται ότι και η γλώσσα που χρησιμοποιούν για να τα υποκαταστήσουν είναι χωρισμένη και αυτή από τις αναφορές της. Στη γλώσσα, λοιπόν, αναπαράγεται η επιθυμία του υποκειμένου που μιλά να αναιρέσει την απουσία, χρησιμοποιώντας όμως ένα σύστημα που την εμπεριέχει ως κανόνα.

Αυτό που κάνει ιδιαίτερα αγαπητή την ερωτική λογοτεχνία είναι ακριβώς η ίδια η ενίσχυση της απουσίας και σε ένα τρίτο επίπεδο – τον αποχωρισμό που συνήθως περιγράφεται στα λογοτεχνικά κείμενα δύο προσώπων. Οι ερωτικές ιστορίες, ιδίως όταν δεν έχουν ευτυχισμένο τέλος, είναι, ίσως, το προσφιλέστερο λογοτεχνικό θέμα, καθώς ξυπνούν σε όλους τους αναγνώστες μνήμες δικών τους βιωμάτων, όπου κυριαρχούσε κάποιο είδος αποχωρισμού. Άλλωστε ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου είναι ένας αγώνας να προσδώσει νόημα, ή να βρει το νόημα, να αναιρέσει την απουσία δηλαδή, να αναιρέσει το τέλος και τη φθορά. Ο άνθρωπος εκφράζει με συμβολικό τρόπο (ο λογοτεχνικός είναι ένας από αυτούς) τα θέματα που τον πονάνε. Δεν είναι τυχαίο που κυρίως τα θλιβερά ανθρώπινα θέματα έγιναν αγαπημένες λογοτεχνικές ιδέες και βιβλία. Η απουσία είναι ανάμεσα σε αυτά. Παρατίθεται ποίημα του William Butler Yeats (Ιρλανδός ποιητής, 1865-1939), όπως αυτό εμφανίστηκε, σε μετάφραση Σπύρου Ηλιόπουλου, σε έκδοση της Εστίας με τίτλο William Butler Yeats: 70 Ερωτικά.

Κάτω στους κήπους, στις ιτιές, η αγάπη μου με βρήκε,

μες στις ιτιές το πόδι της λευκό σα χιόνι είχε.

Οι αγάπες έλεγε είν’ απλές, σα φύλλα, δες, φυτρώνουν

μα στην τρελή μου νιότη εγώ δεν τη συμμεριζόμουν.

Σ’ έναν αγρό στον ποταμό ήρθε να μ’ ανταμώσει

πάνω στον ώμο μου λευκό το χέρι της ν’ απλώσει.

Απλή ‘ναι, μου ‘πε, η ζωή, χορτάρι που φουντώνει

μα την τρελή είχα νιότη εγώ και δάκρυ με βουρκώνει.

Ο αόριστος χρόνος της γλώσσας του ποιήματος μαρτυρεί την πληθωρική παρουσία του ερωτικού αντικειμένου, σαν την παρουσία της μητέρας σε κάθε ανθρώπινη προ-ιστορία. Ο ξαφνικός ενεστώτας της τελευταίας καταφατικής πρότασης επιβεβαιώνει, για άλλη μια φορά, τον χωρισμό, την απουσία, που είναι και ο λόγος που γράφτηκε το ποίημα. Επιβεβαιώνει την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας μέσα στη γλώσσα, όταν το παιδί φωνάζει τη μητέρα που είναι απούσα. Η άρνηση της πρώτης στροφής «μα στην τρελή μου νιότη εγώ δεν τη συμμεριζόμουν» γίνεται στο τέλος μία θλιβερή κατάφαση αποχωρισμού, απουσίας, παραίτησης, απαραίτητης στη γλώσσα, απαραίτητης στο ποίημα.

Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Από τη "Δεσποινίδα Τζούλια"...


(Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Αυγούστου Στρίντμπεργκ «Δεσποινίς Τζούλια», μετάφραση Πέλος Κατσέλης)

ΔΙΣ ΤΖΟΥΛΙΑ: … Είδα ένα όνειρο κάποτε που κάθε τόσο μου ’ρχεται στο μυαλό. Να όπως αυτή τη στιγμή. Σα να ήμουνα, λέει, σκαρφαλωμένη στην κορφή μιας ψηλής κολώνας, και στέκω εκεί μην ξέροντας πώς θα κατέβω κάτω. Όταν κοιτάζω κάτω, ζαλίζομαι και όμως ξέρω πως πρέπει να κατέβω κάτω, μα δεν έχω το κουράγιο να πηδήσω. Δεν μπορώ να στέκομαι εκεί ψηλά, και επιθυμώ να πέσω, μα δεν πέφτω. Κι όμως ξέρω πως δε θα βρω την ησυχία μου αν δε βρεθώ κάτω, κάτω εκεί στο χώμα. Κι αν ακόμα μπορούσα να φτάσω στο χώμα θα ήθελα να τρυπώσω βαθιά όλο πιο βαθιά μέσα στη γη…ένιωσες ποτέ κάτι τέτοιο;

ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι, ονειρεύομαι πως βρίσκομαι σ’ ένα σκοτεινό δάσος ξαπλωμένος κάτω από ένα ψηλό δέντρο…λαχταρώ τότε να σκαρφαλώσω ψηλά στην κορφή, για να κοιτάξω πέρα ως πέρα το φωτεινό τοπίο το ηλιόλουστο και ν’ αδράξω στα χέρια τη φωλιά που μέσα της βρίσκονται τα χρυσά αυγά. Κι ανεβαίνω, ανεβαίνω, αλλά ο κορμός είναι τόσο χοντρός και τόσο γλιστερός και το πρώτο κλαδί πάντα τόσο μακριά μου! Και ξέρω πως αν τά ’δραχνα μια φορά τότε θα ’φτανα εύκολα ως την κορφή, σαν ν’ ανέβαινα από σκάλα. Δεν τ’ άδραξα το κλαδί ως τώρα…μα θα το αδράξω μια μέρα, έστω κι αν γίνει μόνο στο όνειρό μου.

Το έργο ανήκει στη δεύτερη συγγραφική δεκαετία του Σουηδού δραματουργού. Έχει τρία βασικά πρόσωπα, αλλά κανέναν χαρακτήρα, από την άποψη ότι οι ήρωες στη «Δεσποινίδα Τζούλια» πλάθονται ως τα τέλος, ακολουθούν τη ροή των γεγονότων, και όχι τα γεγονότα αυτούς. Επίσης, το κοινωνικό πλαίσιο είναι τέτοιο που τους υπερκεράζει. Το έργο είναι νατουραλιστικό, αμφισβητεί δηλαδή την ύπαρξη κάποιου συστήματος ηθικής ενώπιον των ανθρώπινων ενστίκτων – των σεξουαλικών ενστίκτων, της επιθυμίας για εξουσία και της αρχέγονης πάλης ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό. Η Τζούλια είναι η προσωποποίηση της άρχουσας τάξης, σε αντίθεση με τον Γιάννη, τον λαϊκό της υπηρέτη. Ο έρωτας ανάμεσά τους είναι τόσο σπινθηροβόλος όσο και άστατος. Στην επιθυμία του ενός για τον άλλον αντανακλάται η επιθυμία για το διαφορετικό, ή μάλλον περισσότερο η περιέργεια για αυτό. Η Τζούλια ισχυρίζεται πως θέλει να κατέβει στο επίπεδο του υπηρέτη προκειμένου να είναι μαζί, πως θέλει να απαρνηθεί την αστική της καταγωγή και να πέσει στα χαμηλά για χάρη του έρωτα. Ο δε Γιάννης, προσωποποίηση αυτός της αδίστακτης λαϊκής τάξης που βιάζεται να ανέλθει με όλα τα μέσα και εις βάρος οποιουδήποτε, έχει την αντίστροφη επιθυμία: θέλει αυτή να τον πάρει στον κόσμο της, να τον εντάξει στην ασφάλεια του υλικού και αστραφτερού πολιτισμού της. Τα όνειρά τους είναι ασύμβατα. Η Τζούλια εκφράσει τον κορεσμό της, ίσως και την αντίδρασή της σε όλο αυτό που την περιβάλλει και στην υποκρισία της αριστοκρατίας, και αναζητά τον έρωτα στο πρόσωπο ενός ανθρώπου από τελείως διαφορετική τάξη. Ο Γιάννης, απηυδησμένος από τη μιζέρια της ζωής του, θέλει να ανέβει, να αποκτήσει χρήμα, δύναμη, κι έτσι να κατακτήσει τον κόσμο. Η Τζούλια είναι ήδη εκεί που θέλει να φτάσει αυτός. Ο Γιάννης είναι πάντα και ακόμα εκεί που δε μπορεί να επιστρέψει η Τζούλια. Αυτοί οι δύο άνθρωποι δε μπορούν να είναι μαζί. Κάποιος από τους δύο θα καταστραφεί.

Αργά και βασανιστικά, η λαϊκή τάξη θα πνίξει κάθε μορφή εξουσίας στο τέλος, ακόμη και αυτήν την εύθραυστη της Τζούλιας, οδηγώντας την σε αυτοχειρία.