(Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Αυγούστου Στρίντμπεργκ «Δεσποινίς Τζούλια», μετάφραση Πέλος Κατσέλης)
ΔΙΣ ΤΖΟΥΛΙΑ: … Είδα ένα όνειρο κάποτε που κάθε τόσο μου ’ρχεται στο μυαλό. Να όπως αυτή τη στιγμή. Σα να ήμουνα, λέει, σκαρφαλωμένη στην κορφή μιας ψηλής κολώνας, και στέκω εκεί μην ξέροντας πώς θα κατέβω κάτω. Όταν κοιτάζω κάτω, ζαλίζομαι και όμως ξέρω πως πρέπει να κατέβω κάτω, μα δεν έχω το κουράγιο να πηδήσω. Δεν μπορώ να στέκομαι εκεί ψηλά, και επιθυμώ να πέσω, μα δεν πέφτω. Κι όμως ξέρω πως δε θα βρω την ησυχία μου αν δε βρεθώ κάτω, κάτω εκεί στο χώμα. Κι αν ακόμα μπορούσα να φτάσω στο χώμα θα ήθελα να τρυπώσω βαθιά όλο πιο βαθιά μέσα στη γη…ένιωσες ποτέ κάτι τέτοιο;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι, ονειρεύομαι πως βρίσκομαι σ’ ένα σκοτεινό δάσος ξαπλωμένος κάτω από ένα ψηλό δέντρο…λαχταρώ τότε να σκαρφαλώσω ψηλά στην κορφή, για να κοιτάξω πέρα ως πέρα το φωτεινό τοπίο το ηλιόλουστο και ν’ αδράξω στα χέρια τη φωλιά που μέσα της βρίσκονται τα χρυσά αυγά. Κι ανεβαίνω, ανεβαίνω, αλλά ο κορμός είναι τόσο χοντρός και τόσο γλιστερός και το πρώτο κλαδί πάντα τόσο μακριά μου! Και ξέρω πως αν τά ’δραχνα μια φορά τότε θα ’φτανα εύκολα ως την κορφή, σαν ν’ ανέβαινα από σκάλα. Δεν τ’ άδραξα το κλαδί ως τώρα…μα θα το αδράξω μια μέρα, έστω κι αν γίνει μόνο στο όνειρό μου.
Το έργο ανήκει στη δεύτερη συγγραφική δεκαετία του Σουηδού δραματουργού. Έχει τρία βασικά πρόσωπα, αλλά κανέναν χαρακτήρα, από την άποψη ότι οι ήρωες στη «Δεσποινίδα Τζούλια» πλάθονται ως τα τέλος, ακολουθούν τη ροή των γεγονότων, και όχι τα γεγονότα αυτούς. Επίσης, το κοινωνικό πλαίσιο είναι τέτοιο που τους υπερκεράζει. Το έργο είναι νατουραλιστικό, αμφισβητεί δηλαδή την ύπαρξη κάποιου συστήματος ηθικής ενώπιον των ανθρώπινων ενστίκτων – των σεξουαλικών ενστίκτων, της επιθυμίας για εξουσία και της αρχέγονης πάλης ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό. Η Τζούλια είναι η προσωποποίηση της άρχουσας τάξης, σε αντίθεση με τον Γιάννη, τον λαϊκό της υπηρέτη. Ο έρωτας ανάμεσά τους είναι τόσο σπινθηροβόλος όσο και άστατος. Στην επιθυμία του ενός για τον άλλον αντανακλάται η επιθυμία για το διαφορετικό, ή μάλλον περισσότερο η περιέργεια για αυτό. Η Τζούλια ισχυρίζεται πως θέλει να κατέβει στο επίπεδο του υπηρέτη προκειμένου να είναι μαζί, πως θέλει να απαρνηθεί την αστική της καταγωγή και να πέσει στα χαμηλά για χάρη του έρωτα. Ο δε Γιάννης, προσωποποίηση αυτός της αδίστακτης λαϊκής τάξης που βιάζεται να ανέλθει με όλα τα μέσα και εις βάρος οποιουδήποτε, έχει την αντίστροφη επιθυμία: θέλει αυτή να τον πάρει στον κόσμο της, να τον εντάξει στην ασφάλεια του υλικού και αστραφτερού πολιτισμού της. Τα όνειρά τους είναι ασύμβατα. Η Τζούλια εκφράσει τον κορεσμό της, ίσως και την αντίδρασή της σε όλο αυτό που την περιβάλλει και στην υποκρισία της αριστοκρατίας, και αναζητά τον έρωτα στο πρόσωπο ενός ανθρώπου από τελείως διαφορετική τάξη. Ο Γιάννης, απηυδησμένος από τη μιζέρια της ζωής του, θέλει να ανέβει, να αποκτήσει χρήμα, δύναμη, κι έτσι να κατακτήσει τον κόσμο. Η Τζούλια είναι ήδη εκεί που θέλει να φτάσει αυτός. Ο Γιάννης είναι πάντα και ακόμα εκεί που δε μπορεί να επιστρέψει η Τζούλια. Αυτοί οι δύο άνθρωποι δε μπορούν να είναι μαζί. Κάποιος από τους δύο θα καταστραφεί.
Αργά και βασανιστικά, η λαϊκή τάξη θα πνίξει κάθε μορφή εξουσίας στο τέλος, ακόμη και αυτήν την εύθραυστη της Τζούλιας, οδηγώντας την σε αυτοχειρία.
2 σχόλια:
έχεις αρκετά ενδιαφέρον blog
Ευχαριστώ. Ακόμη διαβάζω το δικό σου. Εξαιρετικά ενημερωτικό.
Δημοσίευση σχολίου