Στην Ανατολική Αγγλία, στην επαρχία του Νόρφολκ, όπου το κλίμα είναι σχετικά ξηρό κι ο ήλιος εμφανίζεται συχνότερα από άλλες περιοχές της χώρας, βρίσκεται η κομψή πόλη Norwich. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η πόλη είχε 57 εκκλησίες, μία, όπως χαρακτηριστικά λένε οι κάτοικοι, για κάθε εβδομάδα του χρόνου. Την πόλη διασχίζει ο επίσης κομψός ποταμός Wensum, από Νότο προς Βορρά και μετά προς τη Δύση, χωρίζοντάς την έτσι σε γειτονιές, που όμως δεν είναι αγεφύρωτες, και επιμηκύνοντας κι άλλο τον ορίζοντα στα μάτια των ανθρώπων, φανταστικά ίσως και μέχρι την ηπειρωτική Ευρώπη, μέχρι την Ολλανδία, αφού η πόλη του Νorwich βρίσκεται στον ίδιο γεωγραφικό παράλληλο με αυτήν.
Οι εκκλησίες του Νorwich, σε αντίθεση με τον ποταμό, εξ αιτίας του πλήθους τους κι εξ αιτίας του πλήθους των κορυφών τους, προκαλούν το βλέμμα αναπόφευκτα προς τα πάνω, προς τα εκεί που το βέλος του κτίσματος τελειώνει και μόνη δυνατή συνέχεια είναι ο ουρανός. Ωστόσο, λίγο πριν το τέλος, πάνω στο ρολόι του καμπαναριού μίας από αυτές, είναι χαραγμένη μία επιγραφή, σε ανθρώπινη γλώσσα, με την απολύτως κατανοητή και ταυτόχρονα συγκινητική παράκληση προς κάθε περαστικό, διαβάτη και εφήμερο επισκέπτη της ζωής “Forget Me Not” (Μη Με Ξεχάσεις). Υπάρχει, φαίνεται, μια βασική αγωνία, απαράλλαχτη σε κάθε τόπο και χρόνο, απαράλλαχτη σε κάθε γλώσσα και κάθε πολιτισμό, κι αυτή είναι ο φόβος της λήθης.
Το βέλος του χρόνου τρέχει αστραπιαία προς μία κατεύθυνση, που φαίνεται μοναδική, σβήνοντας μεμονωμένες στιγμές μία προς μία. Κατά μία άλλη θεώρηση, βέβαια, μόνο οι στιγμές υπάρχουν, εις βάρος του χρόνου ως απόλυτου μεγέθους. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος αναπτύσσει μνήμη, κάποιες φορές εξαιρετικά γερή και πεισματική, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει μάθει να επεξεργάζεται τις απώλειές του, να σχηματίζει εικόνες στον εγκέφαλό του για να διατηρήσει το παρελθόν. Η μνήμη λοιπόν, που εμπεριέχει τη συνείδηση της απώλειας, είναι το κέρδος από το ταξίδι μας στον χρόνο.
Η χαραγμένη επιγραφή στο παραπάνω καμπαναριό στοχεύει στη μνήμη μέσω της γραφής. “Forget Me Not”. Η γραφή είναι το πλήθος των συμβόλων που θα εκτονώσουν την υπαρξιακή αυτή αγωνία. Εκτός από την γραφή, το ίδιο το κτίσμα ως τέτοιο, με το μωβ ρολόι που δείχνει την ώρα στην κορυφή του, ένα μικρό έργο τέχνης εναρμονισμένο απόλυτα με τις μωβ λεβάντες μπροστά από την εκκλησία, είναι άλλο ένα σύμβολο-σημάδι-μνημείο-σημείο του ανθρώπου που κάποτε υπήρξε και έγραψε εκεί. Έτσι, όποιος και να το έγραψε πίσω στο 1827, εκατόν ογδόντα χρόνια μετά «υπάρχει» ακόμα. Σίγουρα θα το θεωρούσε κέρδος αυτό.
Ο μικρός αυτός πρόλογος έρχεται για να εξηγήσει και να υποστηρίξει την έλξη που ασκεί η τέχνη ως έργο ανθρώπου που αξίζει να μελετηθεί, ως έργο όχι χρησιμοθηρικό, αλλά αισθητικό, καθαρό εγκεφαλικό προϊόν ενός υποκειμένου, πλήρες νοήματος, ακόμη κι όταν η ζωή, ως τέτοια, στερείται αυτού. Πιο άμεση από όλες, καθώς το μέσο της είναι η γλώσσα που μας χαρίστηκε, είναι η λογοτεχνία. Ως δείγμα εξεζητημένης γραφής και έντεχνου λόγου, η λογοτεχνία είναι πρώτα το σύνολο των προφορικών και γραπτών επιτευγμάτων του ανθρώπινου λόγου και, έπειτα, το σημείο τομής του πραγματικού με το φανταστικό: με όχημα τη γλώσσα, τα σύμβολά της και τις συμβάσεις της, όπως αυτές ορίζονται κοινωνικά, η λογοτεχνία οικοδομεί έναν νέο κόσμο ή προεκτείνει τον ορίζοντα εμπειριών του ήδη υπάρχοντος.
Η ορολογία που αρμόζει να χρησιμοποιήσουμε είναι ταξιδιωτική. Ο ορίζοντας της ανάγνωσης, με τον αναγνώστη στη θέση αυτού που θα εξάγει το νόημα, είναι ακριβή ταξιδιωτική εμπειρία. Σήμερα η λογοτεχνία χαίρει φωνών, γλωσσών, τάσεων, ειδών, διαθέσεων και προθέσεων. Σήμερα σημασία έχει το κείμενο – πολυσχιδές και ανατρεπτικό, συμπαρασέρνει τον αναγνώστη σε ταξίδι σημασίας, σε ταξίδι σημαντικό, σε ταξίδι πολυσήμαντο, σαν αυτό που, αρχής γενομένης με τον Όμηρο, ο πρωταρχικός ταξιδευτής και επικός ήρωας, ο γοητευτικός Οδυσσέας, πραγματοποίησε:
Οι εκκλησίες του Νorwich, σε αντίθεση με τον ποταμό, εξ αιτίας του πλήθους τους κι εξ αιτίας του πλήθους των κορυφών τους, προκαλούν το βλέμμα αναπόφευκτα προς τα πάνω, προς τα εκεί που το βέλος του κτίσματος τελειώνει και μόνη δυνατή συνέχεια είναι ο ουρανός. Ωστόσο, λίγο πριν το τέλος, πάνω στο ρολόι του καμπαναριού μίας από αυτές, είναι χαραγμένη μία επιγραφή, σε ανθρώπινη γλώσσα, με την απολύτως κατανοητή και ταυτόχρονα συγκινητική παράκληση προς κάθε περαστικό, διαβάτη και εφήμερο επισκέπτη της ζωής “Forget Me Not” (Μη Με Ξεχάσεις). Υπάρχει, φαίνεται, μια βασική αγωνία, απαράλλαχτη σε κάθε τόπο και χρόνο, απαράλλαχτη σε κάθε γλώσσα και κάθε πολιτισμό, κι αυτή είναι ο φόβος της λήθης.
Το βέλος του χρόνου τρέχει αστραπιαία προς μία κατεύθυνση, που φαίνεται μοναδική, σβήνοντας μεμονωμένες στιγμές μία προς μία. Κατά μία άλλη θεώρηση, βέβαια, μόνο οι στιγμές υπάρχουν, εις βάρος του χρόνου ως απόλυτου μεγέθους. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος αναπτύσσει μνήμη, κάποιες φορές εξαιρετικά γερή και πεισματική, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει μάθει να επεξεργάζεται τις απώλειές του, να σχηματίζει εικόνες στον εγκέφαλό του για να διατηρήσει το παρελθόν. Η μνήμη λοιπόν, που εμπεριέχει τη συνείδηση της απώλειας, είναι το κέρδος από το ταξίδι μας στον χρόνο.
Η χαραγμένη επιγραφή στο παραπάνω καμπαναριό στοχεύει στη μνήμη μέσω της γραφής. “Forget Me Not”. Η γραφή είναι το πλήθος των συμβόλων που θα εκτονώσουν την υπαρξιακή αυτή αγωνία. Εκτός από την γραφή, το ίδιο το κτίσμα ως τέτοιο, με το μωβ ρολόι που δείχνει την ώρα στην κορυφή του, ένα μικρό έργο τέχνης εναρμονισμένο απόλυτα με τις μωβ λεβάντες μπροστά από την εκκλησία, είναι άλλο ένα σύμβολο-σημάδι-μνημείο-σημείο του ανθρώπου που κάποτε υπήρξε και έγραψε εκεί. Έτσι, όποιος και να το έγραψε πίσω στο 1827, εκατόν ογδόντα χρόνια μετά «υπάρχει» ακόμα. Σίγουρα θα το θεωρούσε κέρδος αυτό.
Ο μικρός αυτός πρόλογος έρχεται για να εξηγήσει και να υποστηρίξει την έλξη που ασκεί η τέχνη ως έργο ανθρώπου που αξίζει να μελετηθεί, ως έργο όχι χρησιμοθηρικό, αλλά αισθητικό, καθαρό εγκεφαλικό προϊόν ενός υποκειμένου, πλήρες νοήματος, ακόμη κι όταν η ζωή, ως τέτοια, στερείται αυτού. Πιο άμεση από όλες, καθώς το μέσο της είναι η γλώσσα που μας χαρίστηκε, είναι η λογοτεχνία. Ως δείγμα εξεζητημένης γραφής και έντεχνου λόγου, η λογοτεχνία είναι πρώτα το σύνολο των προφορικών και γραπτών επιτευγμάτων του ανθρώπινου λόγου και, έπειτα, το σημείο τομής του πραγματικού με το φανταστικό: με όχημα τη γλώσσα, τα σύμβολά της και τις συμβάσεις της, όπως αυτές ορίζονται κοινωνικά, η λογοτεχνία οικοδομεί έναν νέο κόσμο ή προεκτείνει τον ορίζοντα εμπειριών του ήδη υπάρχοντος.
Η ορολογία που αρμόζει να χρησιμοποιήσουμε είναι ταξιδιωτική. Ο ορίζοντας της ανάγνωσης, με τον αναγνώστη στη θέση αυτού που θα εξάγει το νόημα, είναι ακριβή ταξιδιωτική εμπειρία. Σήμερα η λογοτεχνία χαίρει φωνών, γλωσσών, τάσεων, ειδών, διαθέσεων και προθέσεων. Σήμερα σημασία έχει το κείμενο – πολυσχιδές και ανατρεπτικό, συμπαρασέρνει τον αναγνώστη σε ταξίδι σημασίας, σε ταξίδι σημαντικό, σε ταξίδι πολυσήμαντο, σαν αυτό που, αρχής γενομένης με τον Όμηρο, ο πρωταρχικός ταξιδευτής και επικός ήρωας, ο γοητευτικός Οδυσσέας, πραγματοποίησε:
Τ’ άρμενα σα μαζέψαμε καθίσαμε στο πλοίο
και τ’ οδηγούσε ο άνεμος κι ο ήλιος κυβερνήτης.
Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα
κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι
στα πέρατα του τρίσβαθου ωκεανού είχε φτάσει.
και τ’ οδηγούσε ο άνεμος κι ο ήλιος κυβερνήτης.
Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα
κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι
στα πέρατα του τρίσβαθου ωκεανού είχε φτάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου