It's nothing special
A place of violence
Much like our own
...
The solar winds
Are something else
No one masters them
No one really
Navigates them
You survive them
Or you are never
Heard from again
from The Book of Longing by Leonard Cohen
Αισθητική είναι ο κλάδος της Φιλοσοφίας που ασχολείται με την αρχή της ομορφιάς στην Τέχνη. Η Αισθητική, ως όρος, είναι, παραδόξως, προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας και απαντάται στις απαρχές οργάνωσης αυτής της κοινωνίας, τις οποίες τα βιβλία τέχνης ορίζουν ως εποχή του Ρομαντισμού. Αυτό δε σημαίνει πως λόγος περί αισθητικής δεν προϋπήρχε του Ρομαντισμού. Άλλωστε η αισθητική είναι έκφανση του κλασικού πνεύματος που πολύ πριν τον Ρομαντισμό, από την αρχαιότητα, αναζητά στις δομές την ομορφιά, το κάλλος. Με τους Ρομαντικούς όμως οι απόψεις περί ωραίου ή υψηλού στην τέχνη οργανώθηκαν και συστηματοποιήθηκαν έτσι ώστε να αποτελούν σημεία αναφοράς και σύγκρισης. Στην Ρομαντική αισθητική οφείλουμε λοιπόν τους πρώτους ορισμούς του ποιητή-δημιουργού, τις οργανικές θεωρίες της τέχνης, την έμφαση στα συναισθήματα, αυτά που και ο ίδιος ο Χέγκελ στην Αισθητική του θεωρεί αναπόδραστα δεμένα με τα έργα τέχνης: «αισθήματα ευχαρίστησης, θαυμασμού, φόβου, ελέους».[1] Ακόμη σημαντικότερη όμως είναι η πίστη των Ρομαντικών στις εκφραστικές θεωρίες τέχνης, στην εξωτερίκευση της προσωπικότητας, ακόμη και του ασυνειδήτου. Βλέπουμε δηλαδή πως σιγά σιγά η τέχνη τον δέκατο ένατο αιώνα εγκαταλείπει τον εξωτερικό κόσμο και στρέφεται προς τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Κι έτσι, ανταποκρινόμενη στο αίτημα της βιωσιμότητας της επιστημονικής γνώσης, η αισθητική μετά τον δέκατο ένατο αιώνα, στον αιώνα του Μοντερνισμού πλέον, εξελίχθηκε, προσαρμόστηκε, εγκολπίστηκε μοντέρνες έννοιες που στρέφονται κυρίως στην αυτοέκφραση, αμφισβητούν την ύπαρξη μίας μόνο ιδανικής αισθητικής αντίληψης και αποδέχονται, αντίθετα, τόσες γνώμες περί κάλλους όσες και τα υποκείμενα που τις εκφράζουν.
Πάνω από εκατό χρόνια μετά τον Χέγκελ, ο Αντόρνο στη δική του Αισθητική Θεωρία εκφράζοντας τον προβληματισμό του για τη σχέση ατόμου και κοινωνίας ή αλλιώς υποκειμενικής-εσωτερικής και αντικειμενικής-εξωτερικής πραγματικότητας, δηλώνει πως η χειραφετημένη έκφραση είναι ίδιον της νεότερης τέχνης και αυτή είναι η ουσία της. Ο Καντίνσκυ βάφτισε τα έργα της νεότερης τέχνης εγκεφαλικές πράξεις (Αντόρνο, 250). Μιλάμε πλέον με όρους αφηρημένους. Αφού δεν υπάρχει ένα και μόνο νόημα, η σημασία μετατίθεται στο αισθητικό μέσο, το ίδιο το σύμβολο. Με δυο λόγια, σημασία απέκτησε όχι η πρόθεση του δημιουργού να πει κάτι αλλά τα μέσα που μεταχειρίστηκε, η μορφολογία των λέξεων σε ένα ποίημα, τα χρώματα, οι γραμμές, τα σχήματα σε έναν πίνακα. Τα σύμβολα λοιπόν έγιναν απόλυτα σημεία, αντιτιθέμενα σε προθέσεις, ικανά να σταθούν από μόνα τους. Αποχωρίστηκαν την εμπειρική πραγματικότητα. Η αφηρημένη τέχνη είναι αντιπροσωπευτική της εποχής: μιλάει για το ίδιο το μέσο, το χρώμα για παράδειγμα, παρά για κάτι έξω από αυτό.
Αφού το χρώμα είναι η γλώσσα του πίνακα, αντίστοιχη είναι και η σημασία των λέξεων σε ένα έργο, πεζό ή ποιητικό. Τα έργα του Μοντερνισμού, έχει ειπωθεί, μιλάνε πρώτα για τη γλώσσα και έπειτα για ο,τιδήποτε άλλο απαρτίζει τη θεματική τους. Όχι χωρίς λόγο, ασφαλώς. Η φιλοσοφία του εικοστού αιώνα υπήρξε η φιλοσοφία της γλώσσας. Η γλώσσα δομήθηκε και μελετήθηκε ως σύστημα από τη σύγχρονη Γλωσσολογία (1916), όταν ο Ελβετός Γλωσσολόγος Φερντινάντ ντε Σωσσύρ έκανε για πρώτη φορά τη διάκριση, στα Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, σε σημαίνον και σημαινόμενο. Η ίδια η σημασία, εντός της γλώσσας πάλι, αποδομήθηκε κάποια χρόνια μετά, απηχώντας τη μεταμοντέρνα έλλειψη νοημάτων. Η γλώσσα υπήρξε πάντα φορέας συμπτωμάτων του καιρού της.
Πολύ πριν όλα αυτά γίνουν τόσο αντιληπτά, ο Λιούις Κάρολ εκδίδει το 1871 τη συνέχεια του, υποτίθεται, παιδικού βιβλίου του Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και το ονομάζει Μέσα απ’ τον Καθρέφτη. Στο νέο του έργο, μία από τις θαυμαστές περιπέτειες της ηρωίδας είναι και η συνάντησή της με τον Χάμπτι Ντάμπτι, ένα ανθρωπόμορφο αυγό, με το οποίο έχει την εξής συνομιλία:
«Όταν εγώ χρησιμοποιώ μια λέξη», είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι σε μάλλον υπεροπτικό τόνο, «η λέξη σημαίνει ό,τι εγώ διαλέγω να σημαίνει – τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο».
«Το ερώτημα είναι», είπε η Αλίκη «αν μπορείς εσύ να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν διαφορετικά πράγματα».
«Το ερώτημα είναι», είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι, «ποιος είναι τ’ αφεντικό – αυτό είναι όλο».
Η γλώσσα είναι ένα σύστημα συμβόλων με αυθαίρετες σημασίες, που ορίζονται συμβατικά για να εξυπηρετούν την επικοινωνία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, για παράδειγμα, ο ήχος της λέξης «καθρέφτης» (σημαίνον) να σημαίνει «αντικείμενο του οποίου η επιφάνεια έχει καλή οπτική αντανάκλαση» (σημαινόμενο). Αυτό είναι κάτι που αποφασίστηκε κοινωνικά και ιστορικά. Η γλώσσα σημαίνει ό,τι θέλει αυτός που τη μιλάει. Στην πεζογραφία, και πολύ περισσότερο στην ποίηση του Μοντερνισμού, του Αμερικάνικου και Ευρωπαϊκού Μοντερνισμού κυρίως, η διάθεση των έργων για πειραματισμό με τη γλώσσα δικαιολογεί τον παραπάνω χαρακτηρισμό που απέδωσαν στη γλώσσα τόσο η γλωσσολογία όσο και κείμενα όπως τα παραμύθια του Κάρολ.