Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Η Μνήμη


Άτιμο πράμα η μνήμη. Δεν γνωρίζουμε πού κατοικοεδρεύει στον εγκέφαλο, ούτε γιατί κάποια γεγονότα τα θυμόμαστε και άλλα όχι.

Ποιός ο μηχανισμός επιλογής των αναμνήσεων που θα διατηρήσουμε για καιρό; Ποιές οι πρώτες μας αναμνήσεις;

"Το σπίτι της γιαγιάς, πεθαμένη πλέον εδώ και μήνες, έχει μία μεγάλη σκάλα - ή μεγάλη φαινόταν στα μάτια μου, τότε που το ύψος μου ήταν κάτω από ένα μέτρο. Πέφτω από το πρώτο σκαλί, κατρακυλάω ως το τελευταίο και χτυπάω. Η μαμά μου τρομοκρατήθηκε. Φωνάζει".

"Είναι βράδυ στο παλιό μας διαμέρισμα. Μετακομίζω στο κρεβάτι του μπαμπά γιατί φοβάμαι. Αυτός με παίρνει αγκαλιά και μου λέει μία λυπητερή ιστορία για τον γκιώνη, το πουλί που κελαηδάει και ψάχνει τον χαμένο αδερφό του".

"Μου έφεραν δώρο ένα βιβλίο. Σε μία σελίδα απεικονίζονται οι διαφορετικές ηλικίες του ανθρώπου: ένα μωρό, ένας ενήλικας, ένας γέρος. Τί υπάρχει μετά; ρωτάω. Τίποτα, μου απαντάνε. Μετά πεθαίνουμε. Δεν ξέρω τί σημαίνει πεθαίνουμε. Το συνδέω με το τίποτα, που κάπως το καταλαβαίνω".

Αυτές είναι κάποιες από τις πρώτες αναμνήσεις που έχω. Δε χρειάζεται ανάλυση γιατί επιλέχτηκαν αυτές και όχι άλλες. Και οι τρεις τους έχουν κάτι πάρα μα πάρα πολύ κοινό.

Τώρα που το μωράκι μεγαλώνει, αναρωτιέμαι ποιες πρώτες αναμνήσεις θα διατηρήσει. Μάλλον δε θα θυμάται ποτέ το πρώτο βλέμμα που μου έριξε - που εγώ θα θυμάμαι για πάντα. Αλλά έτσι είναι η μνήμη. Άτιμο πράμα.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

On Leave!


For some time...


...I will not be bringing up new issues...



...as I am bringing up my son.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Miles de Pasajeros - Χιλιάδες Επιβάτες

Τους άκουσα μόλις χτες, οπότε δικαιολογήστε το ποστ...



Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Pity


Ο Γουίλλιαμ Μπλέηκ γεννήθηκε το 1757 στο Λονδίνο, όπου και έζησε έως το 1827. Υπήρξε ρομαντικός ποιητής, που έμεινε γνωστός όμως όχι μόνο για τις μπαλάντες του αλλά και για τις ζωγραφικές του συνθέσεις. Μία από αυτές είναι και η ακόλουθη, με τον τίτλο Pity (Έλεος), η οποία ολοκληρώθηκε το 1795 και βρίσκεται σήμερα στην πινακοθήκη της Tate Gallery στο Λονδίνο. Σε αυτήν, το άψυχο σώμα μίας γυναίκας κείτεται στο έδαφος, ενώ πάνω από αυτήν ίπτανται έφιππες άλλες δύο γυναίκες. Μία από αυτές κοιτά προς τα κάτω και κρατά ένα μικροσκοπικό παιδί. Το θέμα του πίνακα βασίζεται σε απόσπασμα σαιξπηρικού έργου, και συγκεκριμένα του «Μάκβεθ». Είναι το σημείο που ο ήρωας αναλογίζεται τις συνέπειες της δολοφονίας του Ντάνκαν (Ο στρατηγός Μάκβεθ όταν επέστρεψε νικητής από κάποιο πόλεμο συμβουλεύεται τρεις μάγισσες που του προλέγουν ότι θα γίνει Βασιλιάς. Παρακινούμενος τότε από την αχαλίνωτη φιλοδοξία του αλλά και από εκείνη της συζύγου του δολοφονεί τον φιλοξενούμενό του Βασιλιά Ντάνκαν και καταλαμβάνει το θρόνο της Σκωτίας). Λέει, λοιπόν, σε κάποιο σημείο ο ήρωας: «Το έλεος, σα νεογέννητο παιδί, βηματίζοντας στους ανέμους των ουράνιων χερουβείμ, πέρασε με άλογο…». Ο Μπλέηκ μετέτρεψε τους στίχους σε πίνακα – ut pictura poesis, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Λατίνοι, ή αλλιώς «Ζωγραφική εστί σιγώσα ποίησις, ποίησις δε, φθεγγομένη ζωγραφία» κατά τον δικό μας, Λουκιανό. Το έργο του αντανακλά τη δική του, μυστική, θεώρηση του κόσμου, όπου φαντασία και πραγματικότητα μπλέκονται συνεχώς. Χάρη στα έργα του, ο Μπλέηκ ξεπέρασε τη φήμη του ως χαράκτης βιβλίων και έμεινε γνωστός κυρίως ως ποιητής. Πίστευε πάντα πως το πνεύμα είναι σημαντικότερο της ύλης, και πως ο αληθινός καλλιτέχνης είναι προφήτης, επειδή του έχει δοθεί θεϊκή κατανόηση του κόσμου. Αντιπροσωπευτικό του έργο που μπορείτε να αναζητήσετε στα ελληνικά είναι το Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης.

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

Post-modernity


Καμιά φορά σκέφτομαι πως, για το χάος που χαρακτηρίζει τον νεοελληνικό βίο, μπορεί να ευθύνεται, ανάμεσα σε άλλα, και η εξής κακή χρονική σύμπτωση: η Ελλάδα ζει, ταυτόχρονα, τις συνέπειες που διαμόρφωσαν το τοπίο της νεωτερικότητας στην Ευρώπη και τις αιτίες, παγκοσμίως, της μετανεωτερικότητας.

Νεωτερικότητα είναι η κατάσταση, χρονικά και κοινωνικά, στην οποία βρέθηκε το υποκείμενο μετά τον Διαφωτισμό. Διέθετε αυτονομία, αυτοδιάθεση, λόγο και πολιτική βούληση, αρετές που αναδεικνύονταν μέσα από την πάταξη του «άλλου» - αλλόδοξου, αλλόθρησκου, ετερόφυλου, αλλοεθνούς. Η νεωτερικότητα συμβάδισε με την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό της Ευρωπαϊκής σκέψης και πολιτικής, φτάνοντας εσχάτως μέχρι τη βία έναντι του «άλλου», πράξη που επιβεβαιώθηκε μέσα από τους δύο μεγάλους παγκοσμίους πολέμους, το πέρας των οποίων εγκαινίασε τη μετανεωτερικότητα.

Η μετανεωτερικότητα έχει σχέση όχι μόνο χρονική, αλλά πλέον και εναντιωματική με την προηγούμενη κατάσταση. Αντιπροσωπεύει την αλλαγή της ιεραρχίας και την εύνοια του «άλλου», καθώς μέσα από αυτόν επαναπροσδιορίζεται το υποκείμενο. Ο άνθρωπος, στις μετανεωτερικές κοινωνίες, σχετικοποιεί την αυτονομία και αυτοδιάθεσή του και αναγνωρίζει τα δικαιώματα του «άλλου». Παράγεται ένα πολυφωνικό, πολυ-πολιτισμικό περιβάλλον, στο οποίο το υποκείμενο συνδιαλέγεται επί ίσοις όροις με άλλα υποκείμενα.

Τι εννοούμε λοιπόν λέγοντας ότι η Ελλάδα βιώνει ταυτόχρονα δύο διαφορετικές καταστάσεις-χρονικές στιγμές; Η Ελλάδα βιώνει, όπως ειπώθηκε στον πρόλογο, τα αποτελέσματα της νεωτερικότητας, δηλαδή την εισαγωγή του «άλλου» στο πεδίο της σκέψης, της καθημερινότητας, της πολιτικής (βλέπε μετανάστες), και τις αιτίες της μετανεωτερικότητας, δηλαδή την υποχρέωση, παγκοσμίως, να περάσει από το στάδιο της σύγκρουσης στο στάδιο της ένταξης αυτού και της προσαρμογής.

Όταν τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης, Λονδίνο και Παρίσι, ήρθαν αντιμέτωπα στις αρχές του περασμένου αιώνα με την είσοδο ξένων – είτε εξόριστων, είτε μεταναστών από χώρες που υπήρξαν αποικίες της Δύσης, είτε προσφύγων πολέμων – η σύγκρουση ήταν τέτοια που τερμάτισε, προσωρινά, τη διαλεκτική σχέση του ατόμου με την κοινωνία και εγκαινίασε τις μαζικές εκδηλώσεις. Το άτομο, ως μονάδα, μπορεί να ήταν ηθελημένα απολιτίκ (apolitic), στάση που εκδηλωνόταν και στα έργα τέχνης του μοντερνισμού, τα οποία ήταν στοχευμένα προς την αισθητική, προς τη φόρμα, και όχι το περιεχόμενο. Ταυτόχρονα το ίδιο άτομο, ως μέρος μίας μάζας, μπορεί να συμμετείχε σε εκδηλώσεις ξενοφοβίας, με ακραία εκδήλωση τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, στα οποία δεν είναι τυχαίο ότι ενέδωσαν και αξιόλογοι καλλιτέχνες και στοχαστές του μοντερνισμού, όπως για παράδειγμα ο Έλιοτ και ο Πάουντ. Αυτή ήταν η συνέπεια της νεωτερικότητας: η είσοδος του «άλλου» και ο έλεγχος και περιορισμός του.

Η μετα-αποικιακή, μετανεωτερική, μεταπολεμική εποχή αναγκάζει πλέον τον άνθρωπο να δει τον εαυτό του μέσα από τα μάτια του «άλλου», αναγνωρίζοντας τις υποχρεώσεις του απέναντί του. Αναδεικνύει τον «άλλον» και τον πολιτισμό του, τη γλώσσα του, την κουλτούρα του, τη θρησκεία του και αναβιώνει την παράδοσή του παράγοντας έθνικ μουσική, ενδυμασία, κουζίνα, προωθώντας τους εξωτικούς προορισμούς στον τουρισμό και την εξωτική τέχνη. Αυτές είναι κάποιες από τις εκδηλώσεις της μετα-μοντέρνας εποχής, της εποχής που ξεπέρασε, ή τουλάχιστο έτσι ισχυρίζεται, τον φόβο για τον «άλλο» και ανακαλύπτει το παρελθόν της μέσα από αυτόν. Τα ίδια μεγάλα Ευρωπαϊκά αστικά κέντρα που κάποτε, εκατό χρόνια πριν, στιγμάτισαν τον «άλλον», έχουν σήμερα ενσωματώσει υγιώς, με κάποιες εξαιρέσεις ασφαλώς, τους ξένους τους στην κοινωνία τους.

Είναι σαφές ότι η Ελλάδα μόλις τώρα βιώνει τη νεωτερικότητα, γιατί το φαινόμενο εισροής μεταναστών είναι πολύ πρόσφατο στην ιστορία της. Άρα βρίσκεται στο στάδιο της σύγκρουσης και μη προσαρμογής. Το αστικό της τοπίο επίσης δεν έχει ολοκληρωθεί – ούτε κοινωνικά ούτε, σε πρακτικό επίπεδο, και πολεοδομικά. Δέχεται συνεχώς νέα στοιχεία που το καθιστούν κάθε στιγμή ανολοκλήρωτο, κακοφτιαγμένο, μισό. Ο μοντερνισμός, μία από τις εκδηλώσεις της νεωτερικότητας, ήταν φαινόμενο αστικό, της μεγάλης πόλης, της μητρόπολης, άρα η Ελλάδα δε μπορούσε να συμβαδίσει με το Λονδίνο και το Παρίσι το 1900. Και τι θα γίνει τώρα που, ενώ ταυτόχρονα ζει τη νεωτερικότητα, επιβάλλεται ταυτόχρονα να ακολουθήσει το μετανεωτερικό μοντέλο ζωής – δηλαδή την ανοχή του «άλλου», την ενσωμάτωσή του και την καλλιέργεια του πολυ-πολιτισμού; Πώς θα φιλοξενήσει, στις υπό συνεχή κατασκευή πόλεις της και στην πενιχρή οικονομία της, όχι μόνο τον «άλλον», αλλά τον εαυτό της και όλους τους άλλους;

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Constant Fear

Θα το μοιραστώ μαζί σας. Ελπίζω να μην έχετε επίμονους φόβους...


Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Παράδοση και Λογοτεχνία


Γράφει ο Σεφέρης για την παράδοση το 1974: «…το πράγμα που με βοήθησε, περισσότερο από κάθε άλλο, δεν ήταν οι αφηρημένοι στοχασμοί ενός διανοούμενου, αλλά η πίστη και η προσήλωσή μου σ’ έναν κόσμο ζωντανών και περασμένων ανθρώπων, στα έργα τους, στις φωνές τους, στο ρυθμό τους, στη δροσιά τους. Αυτός ο κόσμος, όλος μαζί, μου έδωσε το συναίσθημα πως δεν είμαι μια αδέσποτη μονάδα, ένα άχερο στ’ αλώνι. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ ανάμεσα στους χαλασμούς που ήταν της μοίρας μου να ιδώ» (Δοκιμές, Εκδ. Ίκαρος, Αθήνα). Σήμερα, το 2008, ο κόσμος έχει δει περισσότερους εκπατρισμούς και μαζικές μεταναστεύσεις από όσες έζησε και είδε ο μεγάλος μας ποιητής. Και ενώ συνεχίζουμε να αφομοιώνουμε, σαν υγιής οργανισμός, όλες τις επιρροές του πολύ-πολιτισμικού μας περιβάλλοντος, το αίτημα για τη διατήρηση της παράδοσης προβάλλει εξίσου επιτακτικό.

Παράδοση σημαίνει μνήμη, σημαίνει ταυτότητα, σημαίνει νοηματική συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Ο σύγχρονος και παράλληλος στον βίο του Σεφέρη Αγγλο-Αμερικάνος ποιητής Θ. Σ. Έλιοτ δίνει, πολύ νωρίτερα, το 1917, το δικό του στίγμα για την παράδοση, που έμελλε να γίνει κοινή πεποίθηση μιας γενιάς μοντερνιστών: «Η παράδοση είναι θέμα πολύ ευρύτερης σημασίας. Δε μπορεί να κληρονομηθεί, και αν την επιθυμείς πρέπει να την αποκτήσεις με πολύ μεγάλο κόπο. Περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την ιστορική αίσθηση, την οποία θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε σχεδόν απαραίτητη για οποιονδήποτε θα επέμενε να είναι ποιητής πέραν του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του. Και η ιστορική αίσθηση περιλαμβάνει μία αντίληψη ότι το παρελθόν δεν είναι μόνο παρελθόν, αλλά και παρόν».
Ο σεβασμός στο παρελθόν και η ψηλάφησή του στο παρόν αποτελούν την παράδοση, της οποίας οι εκφάνσεις είναι ποικίλες. Η λογοτεχνική παράδοση αποτελεί το σύνολο των γραπτών κειμένων που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά, στα οποία αποθησαυρίζεται πρώτα η γλώσσα της κοινωνίας, ταυτόχρονα όμως και οι μύθοι της, η συλλογική της φαντασία, οι κοινωνικές της ανησυχίες και οι αισθητικές της αντιλήψεις. Ως τέτοια, η λογοτεχνία καθίσταται τόσο εργαλείο εκπαίδευσης της κοινωνίας όσο και καθρέφτης της. Το λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να διδάξει τον αναγνώστη, να τον εξυψώσει από τον εαυτό του, όσο και να τον περιγράψει, να του δείξει τον εαυτό του και την κοινωνία του. Λέμε τελευταία πως στις μέρες μας συμβαίνει συχνότερα το δεύτερο, πως η λογοτεχνία υπόκειται σε εμπορικά κριτήρια, με αποτέλεσμα να αναπαράγει τηλεοπτικά θέματα προς τέρψιν, και όχι διδαχή, των αναγνωστών. Πάντα όμως γράφονται καλά βιβλία, και η εποχή ευνοεί την προσβασιμότητα σε αυτά, τώρα που το διαδίκτυο έχει γίνει από μόνο του μία πύλη σε διάφορες ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες. Και επειδή ζούμε στην εποχή της πληροφορίας, και κάθε πληροφορία είναι χρήσιμη, παραπέμπω τους αγγλομαθείς αναγνώστες σε δύο ιστοσελίδες πλούσιες σε κλασικά φιλοσοφικά και λογοτεχνικά κείμενα, διαθέσιμα ολόκληρα για εκτύπωση και ανάγνωση: www.marxists.org και www.gutenberg.org. Οι μη αγγλομαθείς παραπέμπονται στα βιβλιοπωλεία της χώρας!

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Πέρασμα στην Ιδιοκτησία


Πριν πω ο,τιδήποτε για το βιβλίο του E. M. Forster Howards End (1910), θα ήθελα να παραθέσω κάποια ενδιαφέροντα αποσπάσματα:

«Οι φτωχοί δε μπορούν πάντοτε να φτάσουν αυτούς που θέλουν να αγαπήσουν, και με δυσκολία μπορούν να ξεφύγουν από αυτούς που δεν αγαπάνε πια. Εμείς οι πλούσιοι μπορούμε».

«Τα σπίτια έχουν τον δικό τους τρόπο να πεθαίνουν, πέφτοντας κι αυτά ποικιλοτρόπως όπως οι γενιές των ανθρώπων, κάποια με έναν τραγικό βρυχηθμό, κάποια ήσυχα, έως την επόμενη ζωή στην πόλη των φαντασμάτων…».

Το βιβλίο γυρίστηκε ταινία με τον εύγλωττο τίτλο Επιστροφή στο Χάουαρντζ Εντ, παραγωγής 1992, και μεταφέρει περισσότερο από ικανοποιητικά στην οθόνη αυτό που φαίνεται πως προβληματίζει τον Φόρστερ, συγγραφέα των επίσης καλών βιβλίων Πέρασμα στην Ινδία και Δωμάτιο με Θέα: ποιες, αν υπάρχουν, είναι οι αμοιβαίες υποχωρήσεις που χρειάζεται να γίνουν, προκειμένου να συνυπάρξουν η ιδεαλίστρια Μεγκ και ο κυνικός Χένρυ, η επαναστάτρια Έλεν, αδερφή της Μεγκ, και το νεοσυντηρητικό περιβάλλον της οικογένειας των Γουϊλκοξ. Οι πολλαπλές αναγνώσεις του βιβλίου αφορούν τον τρόπο που οργανώνεται το θέμα της ιδιοκτησίας του σπιτιού Χάουαρντζ Εντ, το οποίο περνάει από τον Χένρυ Γουϊλκοξ και την άρρωστη γυναίκα του στη δεύτερη γυναίκα του, τη Μεγκ, και, εμμέσως, στην Έλεν και στο εκτός γάμου παιδί της. Ο Φόρστερ προκαλεί τον αγγλικό καθωσπρεπισμό μιας εποχής που είχε θέσει σαφή όρια ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες, την ηθική και το αντίθετό της, την ανδρική και γυναικεία υπόσταση.

Μία τυχαία συνάντηση φέρνει κοντά την πλούσια και επιφανή οικογένεια των Γουϊλκοξ και τις καλλιεργημένες μα λιγότερο εύπορες αδερφές Σλέγκελ. Όσο η μεγαλύτερη από αυτές, η Μεγκ, καλλιεργεί τη φιλία της με την κυρία Γουϊλκοξ, η μικρότερη Έλεν συναναστρέφεται έναν άτυχο, από οικονομικής άποψης, νεαρό υπάλληλο της τράπεζας, τον Λέοναρντ Μπαστ, που ζει στα όρια της ανέχειας. Όταν η κυρία Γουϊλκοξ πεθαίνει, αφήνει το εξοχικό σπίτι προς έκπληξη όλων στη Μεγκ. Η οικογένεια των Γουϊλκοξ θα προσπαθήσει να κρύψει το γεγονός και να μη χάσει την περιουσία, πράγμα που θα καταφέρει καλά ως ένα σημείο, πριν μία αλυσίδα επίσης τυχαίων γεγονότων επιτρέψει, μόλις στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, στη Μεγκ, τη νέα κυρία Γουϊλκοξ, να μάθει την αλήθεια…

Καθώς το σπίτι επιστρέφει στη δικαιωματική ιδιοκτήτριά του και όχι στην μπουρζουαζία που εκπροσωπεί ο Χένρυ Γουϊλκοξ, ο συγγραφέας Φόρστερ απεικονίζει τις φιλοδοξίες τριών διαφορετικών τάξεων, με νικήτρια στο τέλος όχι ασφαλώς αυτήν που αρχικά προηγείτο. Η Έλεν, μητέρα πλέον του γιου του φτωχού Λέοναρντ Μπαστ, θα είναι η επόμενη ιδιοκτήτρια του σπιτιού, που έχει περάσει έτσι στα χέρια της εργατικής τάξης. Το βιβλίο γράφτηκε μία εποχή που τόσο στην Αγγλία όσο και σε όλο τον κόσμο, η εργατική τάξη ενωνόταν σε συνδικάτα και οργάνωνε τη συστηματική της πάλη στην άρχουσα τάξη. Θυμηθείτε τον «Βυσσινόκηπο» του Άντον Τσέχωφ, το θεατρικό έργο του 1904, γραμμένο λίγα μόλις χρόνια μετά την ίδρυση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη Μόσχα, στο οποίο έργο το σπίτι, και ο κήπος της πρωταγωνίστριας, περνάνε από την ίδια, Κόμισσα Ρανιέβσκαγια, στον εγγονό και γιο των υπηρετών. Τόσο ο Τσέχωφ όσο και ο Φόρστερ καταγράφουν τις κοινωνικές αλλαγές που οδηγούσαν σε νέες ζυμώσεις τα λαϊκά στρώματα, χωρίς να υπονοούν πως ο νέος ιδιοκτήτης είναι απαραίτητα και ο οριστικός, αλλά μάλλον ότι η ιδιοκτησία είναι η μόνη σταθερά που ως τέτοια κινητοποιεί τους ανθρώπους σε πάλη προκειμένου να γίνουν κάτοχοι του τίτλου της.

Και τα δύο βιβλία έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Μια πολύ καλή επιλογή για όσους θέλουν να στοχαστούν πάνω στη δύναμη της κτήσης και τη σχετικότητα του τίτλου του κτήτορα.

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Ο Δαρβίνος στη Λογοτεχνία


Ό,τι πιο φρέσκο στις λογοτεχνικές σπουδές είναι η ενσωμάτωση της θεωρίας της εξέλιξης στην κατανόηση των κειμένων. Οι θεωρητικοί που ασπάζονται τον λογοτεχνικό δαρβινισμό αντλούν τις αρχές τους από το έργο
Η Προέλευση των Ειδών (1859), στο οποίο ο Δαρβίνος εντόπισε την καταγωγή του ανθρώπου σε ένα τριχωτό τετράποδο και μελέτησε τη συμπεριφορά του στο πλαίσιο της πανίδας του, δηλαδή ως ένα πρωτεύον θηλαστικό. Δεν υπάρχει ανθρώπινο χαρακτηριστικό που δεν απαντάται και σε άλλα πρωτεύοντα είδη, κατέληξε, αν και μόνο στον άνθρωπο κάποια χαρακτηριστικά έχουν εξελιχθεί και συνδυαστεί ώστε να δώσουν τις μοναδικές ικανότητες της ηθικής αίσθησης και γλωσσικής επικοινωνίας.

Οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας ισχυρίζονται πως τα κείμενα που αναγιγνώσκουμε, ως γλωσσικά προϊόντα και αυτά ενός εγκεφάλου που εξελίχθηκε σύμφωνα με τις περιγραφές του Δαρβίνου, λογικά αντανακλούν αυτά τα χαρακτηριστικά της εξέλιξης που ξεχωρίζουν, κυρίως δηλαδή τον αγώνα για επιβίωση και αναπαραγωγή. Δεν είναι άστοχος ο ισχυρισμός, αν αναλογιστούμε τα βιβλία της Τζέην Ώστιν, για παράδειγμα, που επικεντρώνονται διαρκώς στις περιπέτειες νέων γυναικών για αποκατάσταση, ή τις ταινίες του Χόλιγουντ, όπου άφθονο σεξ και βία κάνουν μπλοκμπάστερ στα ταμία. Ναι, μάλλον δεν υπάρχει επιτυχημένο σενάριο χωρίς μία δόση έρωτα ή πολέμου, και τα δύο κινητήριοι μοχλοί στη φύση, και οι σύγχρονες σπουδές λογοτεχνίας εξηγούν το γιατί. Ωστόσο, στη λογοτεχνία, όπως και στη ζωή, η εξέλιξη είναι τόσο σύνθετη που μας αναγκάζει να λαμβάνουμε υπόψη και ένα σωρό άλλες σχολές, όπως, τουλάχιστο, την ψυχανάλυση, τον μαρξισμό. Κάθε νέα θεωρία που εμφανίζεται δεν καθιστά παρωχημένες τις προηγούμενες. Μάλλον υπερτονίζει το ανεξάντλητο της ανθρώπινης σκέψης και διάνοιας.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Emotions


Κάνε ένα σκανάρισμα του εγκεφάλου σου και δες ποια συναισθήματα νιώθεις καθημερινά. Σύμφωνα με τους εξελικτικούς ψυχολόγους, αυτά θα είναι κάποια από τα κάτωθι βασικά εφτα:

1. χαρά (ευχαρίστηση, ηδονή) 2. λύπη (θλίψη) 3. θυμός (διέγερση) 4. αηδία 5. περιφρόνηση 6. φόβος 7. έκπληξη (ενδιαφέρον)

Αν γράφεις, ένωσε ένα από αυτά με ένα συγκεκριμένο point of view και αμέσως αμέσως έχεις παράξει κάποιο "ύφος". Ένωσε τώρα το ύφος με ένα συγκεκριμένο θέμα, και έχεις παράξει λογοτεχνικό είδος. Η κωμωδία έχει χαρά. Η τραγωδία θλίψη. Η σάτιρα έχει θυμό, περιφρόνηση και αηδία. Το θρίλερ έχει φόβο. Αν είσαι εκπαιδευτικός, μπορείς να βάλεις τους μαθητές να γράψουν μικρά κειμενάκια με αυτές τις αρχές υπόψην τους.

Αλλά κι αν δεν είσαι εκπαιδευτικός, είσαι άνθρωπος που καθημερινά νιώθει κάποια από αυτά - ποιά άραγε;

Η μέρα μου σήμερα ξεκίνησε μες στη χαρά. Κάποιες φορές βέβαια (βλέπε προηγούμενο ποστ) νιώθουμε μελαγχολία. Αναρωτιέμαι ποιά εξίσωση την παράγει. Είναι λύπη + φόβος ή κάτι άλλο;

Για όσους ενδιαφέρονται, όλα αυτά και άλλα ωραία μπορούν να συμπεράνουν διαβάζοντας την τελευταία τάση στη θεωρία λογοτεχνίας, που είναι η ενσωμάτωση της βιολογίας και της εξελικτικής ψυχολογίας. Την επόμενη φορά που θα διαβάσετε τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, θα μπορέσετε να τα αναλύσετε έτσι σε ατελείωτες εξισώσεις συναισθημάτων......

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Saudade


Να μία λέξη και ένα συναίσθημα αμιγώς πορτογαλικό, ίσως και αμιγώς αμετάφραστο. Σημαίνει τη νοσταλγική επιθυμία για κάποιον ή κάτι που συνιστούσε οικείο μας κομμάτι, αλλά απουσιάζει από το παρόν μας. Saudade είναι η κακεντρεχής μοίρα που σιγοψιθυρίζει στο αυτί σου "μη λυπάσαι, μπορεί και να ξαναέρθει", αλλά ξέρεις κατά βάθος πως δε θα ξαναέρθει. Η λέξη διαφέρει από την ελληνική "νοσταλγία", και δε μεταφράζεται ως τέτοια, μια που η τελευταία σημαίνει τη βίωση ανάμικτων συναισθημάτων χαράς και λύπης για στιγμές του παρελθόντος. Saudade, ωστόσο, είναι η σταθερή επιθυμία για κάτι που δε μπορεί να ξαναϋπάρξει - ας πούμε, για το πρώτο σας καλοκαίρι στην Αντίπαρο - και πώς το μεταφράζεις αυτό; Ακόμη χειρότερα, πώς την αντιμετωπίζεις μία τέτοια επιθυμία;

Η λέξη είναι άτιμη. Κάνει άνοιγμα σε δύο χρόνους ταυτόχρονα, αυτόν της μνήμης (παρελθόν) και αυτόν της επιθυμίας (μέλλον). Θέλω και θα θέλω αυτό που είχα. Η λέξη ανήκει στους Πορτογάλους θαλασσοπόρους, που διέπλεαν τον ωκεανό εις άγραν νέας γης, με την αγαπημένη Λισσαβώνα να στοιχειώνει μία, μάλλον μάταιη, επιθυμία επιστροφής, αφού η θάλασσα δε σου χαρίζεται - έχει ναυάγια, έχει φουρτούνες. Λένε πως ο πορτογαλικός τρόπος ζωής χαρακτηρίζεται μόνιμα από αυτό το αίσθημα της απώλειας και της απουσίας.

Και η "νοσταλγία" υπάρχει στα πορτογαλικά. Αλλά είναι κάτι άλλο πράγματι. Νιώθεις νοσταλγία για κάτι που ξέρεις πως έχει φθαρεί, νιώθεις saudade για κάτι που αρνείσαι ότι έχει φθαρεί. Έχει κάτι το φαταλιστικό η λέξη, είναι αλήθεια. Όλος αυτός ο πόθος των Πορτογάλων έχει εύγλωττα αποτυπωθεί στα υπέροχα fado τους. Δε θέλουν να ξεχάσουν, θέλουν να νιώθουν saudade, θέλουν να επιθυμούν και να πονούν.

Το "fado" προέρχεται από τη λατινική λέξη fatum που σημαίνει "μοίρα". Το τραγούδι συντάσσεται με το πεπρωμένο αυτών που αιώνια λαχταρούν το ίδιο πράγμα, και αιώνια μένουν απογοητευμένοι. Και αυτή η λέξη μυρίζει θάλασσα. Ακούστε και θα καταλάβετε...

Dulce Pontes - Fado Português



Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Άρνηση


Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι

μα το νερό γλυφό.


Πάνω στην άμμο την ξανθή

γράψαμε το όνομά της.

Ωραία που εφύσηξεν ο μπάτης
κι εσβήστη η γραφή.


Με τί καρδιά, με τί πνοή

τί πόνους και τί πάθος

πήραμε τη ζωή μας. Λάθος!

Κι αλλάξαμε ζωή.


Γ. Σεφέρης

Threshold


Ό,τι σου παίρνει η ζωή, σου το ξαναδίνει πίσω, με κάποιον τρόπο, με άλλη μορφή, σε μία λογική διαρκούς ισορροπίας. Ισορροπίας φυσικής, ενεργειακής, και όχι μεταφυσικής - για να μην παρεξηγηθώ. Ας πούμε ότι μία ζωή φεύγει και άλλη μία έρχεται. Εσύ τότε είσαι το μέσο διύλισης όλων των συναισθημάτων που τα γεγονότα προκαλούν. Από τη μία, βλέπεις και νιώθεις την απώλεια. Από την άλλη, νιώθεις και θα δεις την καινούρια ζωή. Τα συναισθήματά σου είναι δυνατά σαν πυροβόλα όπλα. Και οι σκέψεις, αυτές they lie too deep for tears.

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

As Black as Death


Διάβασα κάμποσα βιβλία για το ... ακατονόμαστο θέμα, αλλά τελικά μόνο η ζωή σου διδάσκει τον θάνατο. Με τις σωστές εικόνες και τις κατάλληλες λεζάντες.

Διάβασα τις "Σκέψεις για τον πόλεμο και τον θάνατο" του Φρόυντ. Το ασυνείδητό μας, άχρονο ον, δε μπορεί να πειστεί για τον αφανισμό του 'εγώ'. Κανείς δε μπορεί να φανταστεί τον θάνατό του, κι αν ακόμη το κάνει με το μάτι του μυαλού, παρατηρεί τον θάνατο ως επισκέπτης, πεπεισμένος πως αυτός ο ίδιος είναι αθάνατος. Πώς να χωρέσει το μυαλό μας, στην απολυτότητα της ζωής και της στιγμής που τρέχει, γελάει, ερωτεύεται, γράφει και αναρωτιέται, πως κάποτε θα πάψει να υπάρχει;

Το χειρότερο είναι πως ο κόσμος, το σύμπαν δηλαδή, δε μας έχει ανάγκη για να συνεχίσει να υπάρχει. Στην καλύτερη περίπτωση, προλάβαμε και του αφήσαμε το γεννητικό μας υλικό διαιωνισμένο με τη μορφή απογόνων. Κι αν δεν προλάβαμε, υπάρχουν πολλά δισεκατομμύρια άνθρωποι τριγύρω που, συμμεριζόμενοι το ίδιο άγχος θανάτου, κάνουν παιδάκια και κερδίζουν, με κάποιο τρόπο, την αθανασία. Άρα το σύμπαν δε μας έχει καμία απολύτως ανάγκη - και δεν προτίθεται να κάνει εξαιρέσεις. Σύμφωνοι, μπορεί να γράφεις τα ωραιότερα δίστιχα της γενιάς σου ή να τραβάς καταπληκτικές φωτογραφίες, να μαγειρεύεις τα πιο νόστιμα πιάτα για αυτόν που αγαπάς ή να έχεις τα πιο όμορφα μωρά, αλλά, τί κρίμα, δεν είσαι αναντικατάστατος και αργά ή γρήγορα - μάλλον γρήγορα, για τα δεδομένα του κοσμολογικού χρόνου - θα σβήσεις κι εσύ.


Επίσης το αστείο είναι πως δεν ξέρεις ούτε το πώς ούτε το πότε. Αυτό είναι καλό από τη μία, η άγνοια είναι ευτυχία, αν και ακόμη μεγαλύτερη ευτυχία θα ήταν να μην ξέραμε καν ότι θα πεθάνουμε στο τέλος, όπως, υποψιάζομαι, οι σαύρες, οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που ούτε που τις νοιάζει αν θα πεθάνουν. Αυτό το ρήμα, "πεθαίνω", είναι βασανιστικά ανθρώπινο στην ετυμολογία του, και καταδικασμένο να παραμείνει τέτοιο.


Δε νομίζω ότι κάτι μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Δεν εννοώ βιολογικά, εκεί σίγουρα δε νικιέται, αλλά ψυχολογικά έστω. Νομίζω πως όλες μας οι απόπειρες δημιουργίας είναι απόπειρες να νικήσουμε τον θάνατο, επαληθεύοντας τη ζωή και την ενέργειά της. Γράφουμε, ταξιδεύουμε, κάνουμε έρωτα και αυτά είναι ο μικρός μας θρίαμβος πάνω στον απόλυτο κακό. Συμμερίζομαι όλους τους ανθρώπους που, ακόμη και στα έθιμά τους, έχουν καταγράψει αυτό το άγχος θανάτου και τον θρίαμβο της ζωής: ο γάμος, η γέννηση, ο χορός, τα πανηγύρια, τα γλέντια, τα τραγούδια είναι αυθόρμητες ιαχές ζωής. Ακόμη και η λογοτεχνία όλη ένα πράγμα υποδηλώνει για τον απόντα συγγραφέα της: είμαι ακόμη εδώ, διαιωνισμένος στο χαρτί, αθάνατος. Αλίμονο, ποιός θέλει να ξεχαστεί;


Ούτε εγώ είμαι εξαίρεση, ούτε ο άγγλος διανοούμενος Τζούλιαν Μπαρνς, που στα 63 του γράφει το δοκίμιο "Nothing to be frightened of" για να ξορκίσει τους θανάτους των αγαπημένων προσώπων και δειλά δειλά να προετοιμαστεί για τον δικό του. Μα πώς να προετοιμαστείς για κάτι τέτοιο; Αν κατάλαβα καλά το δοκίμιο, ακόμη και οι πιο εγκεφαλικοί φιλόσοφοι βίωσαν τις τελευταίες τους στιγμές με φόβο και απόγνωση. No good news for the rest of us, who may be less well philosophically prepared for our extinction!


Για τον Οξφορδιανό βιολόγο, πάλι, Ρίτσαρντ Ντώκινς, είναι τιμή μας έστω που μας δόθηκε το σύμπαν, έστω και για μία σύντομη ζωή. Την ίδια γνώμη έχει και ο συμπαθέστατος Γούντι Άλλεν, αν και αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο θανάτου με απόλυτο πανικό αυτός. Ο αρχαίος φιλόσοφος Επίκουρος είχε άλλη γνώμη. Δε φοβόταν τον θάνατο, γιατί, έλεγε, δεν υπάρχει περίπτωση να τον αντιληφθούμε. Τον μνημονεύει ο ψυχαναλυτής Ίρβιν Γιάλομ στο βιβλίο του "Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου". Αρκετοί φιλόσοφοι του νου σήμερα θα συμφωνούσαν με τον Επίκουρο, καθώς εικάζουν πως, για καλή μας τύχη, εκείνη την ακραία στιγμή επέρχεται ένας διχασμός της συνείδησης ώστε να μη μπορείς να αντιληφθείς τον θάνατό ως δικό σου.


Ελπίζω να μην κάνουν λάθος. Γιατί έχω την εντύπωση πως οι αγαπημένοι μου παπούδες, όταν πέθαναν, ήξεραν πολύ καλά τί γινόταν. Κι αυτό μας πόνεσε όλους. Πέθαναν μεγάλοι βέβαια, αλλά και τί μ' αυτό; Δε μπορώ να ακούω το χιλιοειπωμένο "μεγάλος ήταν, τα έζησε τα χρόνια του", όσο κι αν είναι όντως έτσι. Ένας άνθρωπος έφυγε από τον κόσμο, δε θα ξαναέρθει, και το χειρότερο, δε φαίνεται να λείπει και σε κανέναν λίγα χρόνια μετά.


Δε φταίμε εμείς, βέβαια. Τα εγωιστικά μας γονίδια, όπως θα έλεγε και ο Ντώκινς, πρέπει να ξεχάσουν για να συνεχίσουν να ζουν, να αναπαράγονται και να εξελίσσονται. Σκληρός ο θάνατος, αλλά σκληρή και η ζωή.

Για επίλογο, μία εικόνα: όταν πέθανε ο πρώτος παππούς, είδα τον γιο του, τον πατέρα μου, κι ας ήταν ετών 50, να κλαίει. Δεν είχα ξαναδεί τον μπαμπά μου να κλαίει. Νόμιζα, η αφελής, ως παιδί κι εγώ, πως ήταν ο πιο δυνατός μπαμπάς του κόσμου. Τότε κατάλαβα πως για να κλαίει ο μπαμπάς μου, αυτό που συνέβη, ο θάνατος, δεν παίζεται, και δε νικιέται. Και τρόμαξα.