Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

As Black as Death


Διάβασα κάμποσα βιβλία για το ... ακατονόμαστο θέμα, αλλά τελικά μόνο η ζωή σου διδάσκει τον θάνατο. Με τις σωστές εικόνες και τις κατάλληλες λεζάντες.

Διάβασα τις "Σκέψεις για τον πόλεμο και τον θάνατο" του Φρόυντ. Το ασυνείδητό μας, άχρονο ον, δε μπορεί να πειστεί για τον αφανισμό του 'εγώ'. Κανείς δε μπορεί να φανταστεί τον θάνατό του, κι αν ακόμη το κάνει με το μάτι του μυαλού, παρατηρεί τον θάνατο ως επισκέπτης, πεπεισμένος πως αυτός ο ίδιος είναι αθάνατος. Πώς να χωρέσει το μυαλό μας, στην απολυτότητα της ζωής και της στιγμής που τρέχει, γελάει, ερωτεύεται, γράφει και αναρωτιέται, πως κάποτε θα πάψει να υπάρχει;

Το χειρότερο είναι πως ο κόσμος, το σύμπαν δηλαδή, δε μας έχει ανάγκη για να συνεχίσει να υπάρχει. Στην καλύτερη περίπτωση, προλάβαμε και του αφήσαμε το γεννητικό μας υλικό διαιωνισμένο με τη μορφή απογόνων. Κι αν δεν προλάβαμε, υπάρχουν πολλά δισεκατομμύρια άνθρωποι τριγύρω που, συμμεριζόμενοι το ίδιο άγχος θανάτου, κάνουν παιδάκια και κερδίζουν, με κάποιο τρόπο, την αθανασία. Άρα το σύμπαν δε μας έχει καμία απολύτως ανάγκη - και δεν προτίθεται να κάνει εξαιρέσεις. Σύμφωνοι, μπορεί να γράφεις τα ωραιότερα δίστιχα της γενιάς σου ή να τραβάς καταπληκτικές φωτογραφίες, να μαγειρεύεις τα πιο νόστιμα πιάτα για αυτόν που αγαπάς ή να έχεις τα πιο όμορφα μωρά, αλλά, τί κρίμα, δεν είσαι αναντικατάστατος και αργά ή γρήγορα - μάλλον γρήγορα, για τα δεδομένα του κοσμολογικού χρόνου - θα σβήσεις κι εσύ.


Επίσης το αστείο είναι πως δεν ξέρεις ούτε το πώς ούτε το πότε. Αυτό είναι καλό από τη μία, η άγνοια είναι ευτυχία, αν και ακόμη μεγαλύτερη ευτυχία θα ήταν να μην ξέραμε καν ότι θα πεθάνουμε στο τέλος, όπως, υποψιάζομαι, οι σαύρες, οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που ούτε που τις νοιάζει αν θα πεθάνουν. Αυτό το ρήμα, "πεθαίνω", είναι βασανιστικά ανθρώπινο στην ετυμολογία του, και καταδικασμένο να παραμείνει τέτοιο.


Δε νομίζω ότι κάτι μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Δεν εννοώ βιολογικά, εκεί σίγουρα δε νικιέται, αλλά ψυχολογικά έστω. Νομίζω πως όλες μας οι απόπειρες δημιουργίας είναι απόπειρες να νικήσουμε τον θάνατο, επαληθεύοντας τη ζωή και την ενέργειά της. Γράφουμε, ταξιδεύουμε, κάνουμε έρωτα και αυτά είναι ο μικρός μας θρίαμβος πάνω στον απόλυτο κακό. Συμμερίζομαι όλους τους ανθρώπους που, ακόμη και στα έθιμά τους, έχουν καταγράψει αυτό το άγχος θανάτου και τον θρίαμβο της ζωής: ο γάμος, η γέννηση, ο χορός, τα πανηγύρια, τα γλέντια, τα τραγούδια είναι αυθόρμητες ιαχές ζωής. Ακόμη και η λογοτεχνία όλη ένα πράγμα υποδηλώνει για τον απόντα συγγραφέα της: είμαι ακόμη εδώ, διαιωνισμένος στο χαρτί, αθάνατος. Αλίμονο, ποιός θέλει να ξεχαστεί;


Ούτε εγώ είμαι εξαίρεση, ούτε ο άγγλος διανοούμενος Τζούλιαν Μπαρνς, που στα 63 του γράφει το δοκίμιο "Nothing to be frightened of" για να ξορκίσει τους θανάτους των αγαπημένων προσώπων και δειλά δειλά να προετοιμαστεί για τον δικό του. Μα πώς να προετοιμαστείς για κάτι τέτοιο; Αν κατάλαβα καλά το δοκίμιο, ακόμη και οι πιο εγκεφαλικοί φιλόσοφοι βίωσαν τις τελευταίες τους στιγμές με φόβο και απόγνωση. No good news for the rest of us, who may be less well philosophically prepared for our extinction!


Για τον Οξφορδιανό βιολόγο, πάλι, Ρίτσαρντ Ντώκινς, είναι τιμή μας έστω που μας δόθηκε το σύμπαν, έστω και για μία σύντομη ζωή. Την ίδια γνώμη έχει και ο συμπαθέστατος Γούντι Άλλεν, αν και αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο θανάτου με απόλυτο πανικό αυτός. Ο αρχαίος φιλόσοφος Επίκουρος είχε άλλη γνώμη. Δε φοβόταν τον θάνατο, γιατί, έλεγε, δεν υπάρχει περίπτωση να τον αντιληφθούμε. Τον μνημονεύει ο ψυχαναλυτής Ίρβιν Γιάλομ στο βιβλίο του "Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου". Αρκετοί φιλόσοφοι του νου σήμερα θα συμφωνούσαν με τον Επίκουρο, καθώς εικάζουν πως, για καλή μας τύχη, εκείνη την ακραία στιγμή επέρχεται ένας διχασμός της συνείδησης ώστε να μη μπορείς να αντιληφθείς τον θάνατό ως δικό σου.


Ελπίζω να μην κάνουν λάθος. Γιατί έχω την εντύπωση πως οι αγαπημένοι μου παπούδες, όταν πέθαναν, ήξεραν πολύ καλά τί γινόταν. Κι αυτό μας πόνεσε όλους. Πέθαναν μεγάλοι βέβαια, αλλά και τί μ' αυτό; Δε μπορώ να ακούω το χιλιοειπωμένο "μεγάλος ήταν, τα έζησε τα χρόνια του", όσο κι αν είναι όντως έτσι. Ένας άνθρωπος έφυγε από τον κόσμο, δε θα ξαναέρθει, και το χειρότερο, δε φαίνεται να λείπει και σε κανέναν λίγα χρόνια μετά.


Δε φταίμε εμείς, βέβαια. Τα εγωιστικά μας γονίδια, όπως θα έλεγε και ο Ντώκινς, πρέπει να ξεχάσουν για να συνεχίσουν να ζουν, να αναπαράγονται και να εξελίσσονται. Σκληρός ο θάνατος, αλλά σκληρή και η ζωή.

Για επίλογο, μία εικόνα: όταν πέθανε ο πρώτος παππούς, είδα τον γιο του, τον πατέρα μου, κι ας ήταν ετών 50, να κλαίει. Δεν είχα ξαναδεί τον μπαμπά μου να κλαίει. Νόμιζα, η αφελής, ως παιδί κι εγώ, πως ήταν ο πιο δυνατός μπαμπάς του κόσμου. Τότε κατάλαβα πως για να κλαίει ο μπαμπάς μου, αυτό που συνέβη, ο θάνατος, δεν παίζεται, και δε νικιέται. Και τρόμαξα.