Να μία λέξη και ένα συναίσθημα αμιγώς πορτογαλικό, ίσως και αμιγώς αμετάφραστο. Σημαίνει τη νοσταλγική επιθυμία για κάποιον ή κάτι που συνιστούσε οικείο μας κομμάτι, αλλά απουσιάζει από το παρόν μας. Saudade είναι η κακεντρεχής μοίρα που σιγοψιθυρίζει στο αυτί σου "μη λυπάσαι, μπορεί και να ξαναέρθει", αλλά ξέρεις κατά βάθος πως δε θα ξαναέρθει. Η λέξη διαφέρει από την ελληνική "νοσταλγία", και δε μεταφράζεται ως τέτοια, μια που η τελευταία σημαίνει τη βίωση ανάμικτων συναισθημάτων χαράς και λύπης για στιγμές του παρελθόντος. Saudade, ωστόσο, είναι η σταθερή επιθυμία για κάτι που δε μπορεί να ξαναϋπάρξει - ας πούμε, για το πρώτο σας καλοκαίρι στην Αντίπαρο - και πώς το μεταφράζεις αυτό; Ακόμη χειρότερα, πώς την αντιμετωπίζεις μία τέτοια επιθυμία;
Η λέξη είναι άτιμη. Κάνει άνοιγμα σε δύο χρόνους ταυτόχρονα, αυτόν της μνήμης (παρελθόν) και αυτόν της επιθυμίας (μέλλον). Θέλω και θα θέλω αυτό που είχα. Η λέξη ανήκει στους Πορτογάλους θαλασσοπόρους, που διέπλεαν τον ωκεανό εις άγραν νέας γης, με την αγαπημένη Λισσαβώνα να στοιχειώνει μία, μάλλον μάταιη, επιθυμία επιστροφής, αφού η θάλασσα δε σου χαρίζεται - έχει ναυάγια, έχει φουρτούνες. Λένε πως ο πορτογαλικός τρόπος ζωής χαρακτηρίζεται μόνιμα από αυτό το αίσθημα της απώλειας και της απουσίας.
Και η "νοσταλγία" υπάρχει στα πορτογαλικά. Αλλά είναι κάτι άλλο πράγματι. Νιώθεις νοσταλγία για κάτι που ξέρεις πως έχει φθαρεί, νιώθεις saudade για κάτι που αρνείσαι ότι έχει φθαρεί. Έχει κάτι το φαταλιστικό η λέξη, είναι αλήθεια. Όλος αυτός ο πόθος των Πορτογάλων έχει εύγλωττα αποτυπωθεί στα υπέροχα fado τους. Δε θέλουν να ξεχάσουν, θέλουν να νιώθουν saudade, θέλουν να επιθυμούν και να πονούν.
Το "fado" προέρχεται από τη λατινική λέξη fatum που σημαίνει "μοίρα". Το τραγούδι συντάσσεται με το πεπρωμένο αυτών που αιώνια λαχταρούν το ίδιο πράγμα, και αιώνια μένουν απογοητευμένοι. Και αυτή η λέξη μυρίζει θάλασσα. Ακούστε και θα καταλάβετε...